- κλεψίλογος
- -ο (Α κλεψίλογος, -ον)αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέψι- (< κλέπτω) + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ευρησί-λογος, λυπησί-λογος. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.